επίκληρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | επίκληρος | οι | επίκληροι |
γενική | του | επίκληρου & επικλήρου |
των | επίκληρων & επικλήρων |
αιτιατική | τον | επίκληρο | τους | επίκληρους & επικλήρους |
κλητική | επίκληρε | επίκληροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επίκληρος < αρχαία ελληνική ἐπίκληρος < ἐπί + κλῆρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επίκληρος θηλυκό
- (νομικός όρος) η κληρονόμος μιας περιουσίας· στην αρχαία Αθήνα έπρεπε να την παντρευτεί ο πλησιέστερος συγγενής της, και γι’ αυτό είχε το δικαίωμα να πάρει διαζύγιο από την πρώτη του σύζυγο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- επίκληρος στη Βικιπαίδεια