συγγενής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | συγγενής | η | συγγενής | το | συγγενές |
γενική | του | συγγενούς | της | συγγενούς | του | συγγενούς |
αιτιατική | τον | συγγενή | τη | συγγενή | το | συγγενές |
κλητική | συγγενή(ς) | συγγενής | συγγενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | συγγενείς | οι | συγγενείς | τα | συγγενή |
γενική | των | συγγενών | των | συγγενών | των | συγγενών |
αιτιατική | τους | συγγενείς | τις | συγγενείς | τα | συγγενή |
κλητική | συγγενείς | συγγενείς | συγγενή | |||
Δείτε και την κλίση των ουσιαστικοποιημένων. | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγγενής < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική συγγενής < σύν (συγ- + γένος (που είναι από το ίδιο γένος)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /siŋ.ɟeˈnis/ ή /si.ɟeˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συγ‐γε‐νής
Επίθετο[επεξεργασία]
συγγενής, -ής, -ές
- που προέρχεται από το ίδιο γένος
- (κατʼ επέκταση) που συγγενεύει, που έχει κοινή προέλευση ή κοινά χαρακτηριστικά
- ≈ συνώνυμα: ομοειδής, παραπλήσιος, παρόμοιος
- συγγενείς γλώσσες, συγγενής ιδεολογία
- ≈ συνώνυμα: ομοειδής, παραπλήσιος, παρόμοιος
- που είναι χαρακτηριστικός ενός συνόλου (ανθρώπου, κατάστασης, πράγματος)
- (ιατρική) οι εκ γενετής παθήσεις ή ανωμαλίες, αυτές δηλαδή που υπάρχουν από τη γέννηση και δεν είναι επίκτητες
- συγγενείς ασθένειες
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | συγγενής | οι | συγγενείς |
γενική | του του/της |
συγγενή συγγενούς |
των | συγγενών |
αιτιατική | τον/τη | συγγενή | τους/τις | συγγενείς |
κλητική | συγγενή | συγγενείς | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Δείτε και την κλίση του επιθέτου. | ||||
Κατηγορία όπως «συγγενής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
συγγενής αρσενικό ή θηλυκό και προφορικό θηλυκό συγγένισσα
- πρόσωπο που συνδέεται με κάποιο άλλο μέσω βιολογικής (εξ αίματος) ή θεσμικής σχέσης (συγγένειας)
- κάλεσα στα γενέθλιά μου πολλούς συγγενείς
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- φτωχός συγγενής : αυτός που είναι ή αισθάνεται μειονεκτικά στην ομάδα όπου ανήκει
- συγγενής εξ αγχιστείας σε αντιδιαστολή προς τον συγγενή εξ αίματος: οι σύζυγοι δεν είναι συγγενείς μεταξύ τους, αλλά οι εξ αίματος συγγενείς του ενός, είναι συγγενείς εξ αγχιστείας για τον άλλο και με τον ίδιο βαθμό. Εξ αίματος συγγενείς είναι εκείνοι που ή κατάγονται ο ένας από τον άλλο ή έχουν κοινό γεννήτορα (κοινούς ανιόντες συγγενείς)
- βαθμός συγγένειας σε ευθεία ή κάθετη γραμμή, από τον ίδιο γονιό, αν μεσολαβεί μια γέννηση, η συγγένεια είναι πρώτου βαθμού (παιδί προς πατέρα ή μητέρα), αν δύο γεννήσεις, δεύτερου βαθμού (εγγόνι προς παπού ή γιαγιά) κ.ο.κ. Σε πλάγια ή οριζόντια γραμμή τα αδέλφια είναι δευτέρου βαθμού επειδή προϋποτίθενται δύο γεννήσεις για τη δημιουργία της συγγένειας -οι βαθμοί είναι άπειροι
- μακροσυγγενής: συγγενής μακρινού βαθμού
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
που έχει κοινά γονίδια ή και κοινούς προγόνους
που υπάρχει εκ γενετής
φτωχός συγγενής
συγγενής εξ αγχιστείας
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
συγγενής αρσενικό ή θηλυκό, συγγενές ουδέτερο
- που υπάρχει εκ γενετής
- ο έμφυτος
- που ανήκει ή αναφέρεται στην ίδια οικογένεια
- (μεταφορικά) ομοειδής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συγγενής αρσενικό
- ο συγγενής· που ανήκει στην ίδια οικογένεια
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συγ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'συγγενής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Οικογένεια (αρχαία ελληνικά)