εξ αγχιστείας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξ αγχιστείας < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐξ ἀγχιστείας < μεσαιωνική ελληνική ἐξ ἀγχιστείας < αρχαία ελληνική ἐξ ἀγχιστείας → δείτε τις λέξεις εκ και αγχιστεία
Έκφραση[επεξεργασία]
εξ αγχιστείας
- (λόγιο) από αγχιστεία, που προκύπτει λόγω γάμου
- ↪ Έχω δύο αδέλφια εξ αγχιστείας και τρία εξ αίματος.
- ↪ Συγγενείς εξ αγχιστείας.
- (επιθετικοποιημένο)
- ↪ Είναι οι εξ αγχιστείας συγγενείς μου από το δεύτερο γάμο της μητέρας μου.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξ αγχιστείας
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αγχιστεία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)