απεχθής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απεχθής < αρχαία ελληνική ἀπεχθής < από + ἐχθέω (μισώ)
Επίθετο[επεξεργασία]
απεχθής, -ής, -ές
- που μας προκαλεί αισθήματα αντιπάθειας και απέχθειας
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απεχθής