δυσάρεστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσάρεστος < αρχαία ελληνική δυσάρεστος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική désagréable)
Επίθετο[επεξεργασία]
δυσάρεστος, -η, -ο
- που δυσαρεστεί κάποιον, που προξενεί αρνητικά αισθήματα ή συναισθήματα (ενόχληση ή στενοχώρια)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυσάρεστος