Μετάβαση στο περιεχόμενο

unpleasant

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός unpleasant
συγκριτικός more unpleasant
υπερθετικός most unpleasant

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
unpleasant < un- + pleasant

Επίθετο

[επεξεργασία]

unpleasant (en)

  1. δυσάρεστος, όχι ευχάριστος
      unpleasant news/events - δυσάρεστα νέα/γεγονότα
      an unpleasant smell/discussion - δυσάρεστη μυρωδιά/συζήτηση
      I find myself in the unpleasant position of announcing to you that…
    Βρίσκομαι στη δυσάρεστη θέση να σας ανακοινώσω ότι…
  2. δυσάρεστος, όχι ευγενικός ή φιλικός
      With his behavior he came across unpleasant to many people.
    Με τη συμπεριφορά του έγινε δυσάρεστος σε πολύν κόσμο.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]