Μετάβαση στο περιεχόμενο

gross

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός gross
συγκριτικός grosser / more gross
υπερθετικός grossest / most gross

gross (en)

  1. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) ακαθάριστος, μικτός, το συνολικό ποσό του κάτι πριν αφαιρεθεί οτιδήποτε
    παράδειγμα  gross profit - ακαθάριστο κέρδος
    παράδειγμα  gross national product (GNP) - ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕΠ)
    παράδειγμα  gross weight - μεικτό βάρος
    παράδειγμα  gross pay/wages - μεικτές αποδοχές
     αντώνυμα: net
  2. (μόνο πριν από το ουσιαστικό, επίσημο ή νομικός όρος) χονδροειδής, παχυλός, κατάφωρος, ασυγχώρητος, για έγκλημα κτλ. που είναι πολύ προφανές και απαράδεκτο
    παράδειγμα  gross mistakes - χονδροειδή λάθη
    παράδειγμα  gross ignorance - παχυλή αμάθεια
    παράδειγμα  a gross injustice - κατάφωρη αδικία
    παράδειγμα  gross negligence - ασυγχώρητη αμέλεια
     συνώνυμα: blatant, flagrant,  και δείτε τη λέξη gaudy
  3. (ανεπίσημο) αηδιαστικός
    παράδειγμα  a gross taste/smell - αηδιαστική γεύση/μυρωδιά
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη unpleasant
  4. χυδαίος, πρόστυχος, πολύ αγενής
    παράδειγμα  gross language - χυδαία γλώσσα
    παράδειγμα  a gross display of wealth - χυδαία επίδειξη πλούτου
    παράδειγμα  gross jokes - πρόστυχα αστεία
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη obscene
  5. αποκρουστικά χοντρός, για άνθρωπο που είναι πολύ χοντρό
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη obese

Επίρρημα

[επεξεργασία]

gross (en) (χωρίς παραθετικά)

  • ακαθάριστα, συνολικά, πριν αφαιρεθεί οτιδήποτε
    παράδειγμα  His last film brought in 10 million euros gross.
    Η τελευταία του ταινία απέφερε ακαθάριστα 10 εκατομμύρια ευρώ.
     αντώνυμα: net

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gross grosses

gross (en)

  1. (πληθυντικός: gross) η γρόσα, 12 δωδεκάδες=144
    παράδειγμα  two gross of handkerchiefs - δυο γρόσες (288) μαντήλια
  2. ένα συνολικό χρηματικό ποσό που κέρδισε κάτι, ειδικά μια ταινία, πριν αφαιρεθεί οποιοδήποτε κόστος
ενεστώτας gross
γ΄ ενικό ενεστώτα grosses
αόριστος grossed
παθητική μετοχή grossed
ενεργητική μετοχή grossing

gross (en)

  • αποφέρω ακαθάριστα, κερδίζω ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό πριν αφαιρεθεί ο φόρος
    παράδειγμα  His last film grossed 10 million euros.
    Η τελευταία του ταινία απέφερε ακαθάριστα 10 εκατομμύρια ευρώ.