net

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Net

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

net (en) (χωρίς παραθετικά)

Επίρρημα[επεξεργασία]

net (en) (χωρίς παραθετικά)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
net nets

net (en)

  1. το δίκτυο
  2. (the net, μόνο ενικός) τα δίκτυα, στα αθλήματα
    The soccer player put the ball in the net.
    Ο ποδοσφαιριστής έβαλε την μπάλα στα δίχτυα.

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό net nets
θηλυκό nette nettes

net (fr)

Επίρρημα[επεξεργασία]

net (fr)