Μετάβαση στο περιεχόμενο

net

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Net

Επίθετο

[επεξεργασία]

net (en) (χωρίς παραθετικά)

  • καθαρός
      net content - καθαρό περιεχόμενο
      net volume - καθαρός όγκος
      By subtracting the cost of production from the selling price, we find the net profit.
    Αφαιρώντας από την τιμή πωλήσεως το κόστος παραγωγής βρίσκουμε το καθαρό κέρδος.
     αντώνυμα: gross

Επίρρημα

[επεξεργασία]

net (en) (χωρίς παραθετικά)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
net nets

net (en)

  1. το δίκτυο
      The nets were tangled in the propeller.
    Μπλέχτηκαν τα δίχτυα στην προπέλα.
  2. (the net, μόνο ενικός) τα δίκτυα, στα αθλήματα
      The soccer player put the ball in the net.
    Ο ποδοσφαιριστής έβαλε την μπάλα στα δίχτυα.

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό net nets
θηλυκό nette nettes

net (fr)

Επίρρημα

[επεξεργασία]

net (fr)