ξεκάθαρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεκάθαρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεκάθαρος < ξεκαθαρ(ίζω) (αναδρομικός σχηματισμός της μεσαιωνικής)[1] Μορφολογικά αναλύεται σε ξε- + καθαρός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kseˈka.θa.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐κά‐θα‐ρος
Επίθετο
[επεξεργασία]ξεκάθαρος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που διακρίνεται πολύ καλά
- (μεταφορικά) που δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες ή παρανοήσεις
- ≈ συνώνυμα: ολοφάνερος, απτός
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις ξεκαθαρίζω και καθαρός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ξεκάθαρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεκάθαρος < ξεκαθαρ(ίζω) (αναδρομικός σχηματισμός). Μορφολογικά αναλύεται σε ξε- + καθαρός
Επίθετο
[επεξεργασία]ξεκάθαρος (θηλυκό ξεκάθαρη)
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη ξεκαθαρίζω
Πηγές
[επεξεργασία]- ξεκάθαρος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ξε- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από αναδρομικό σχηματισμό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ξε- (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Επίθετα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)