ευδιάκριτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευδιάκριτος < ελληνιστική κοινή εὐδιάκριτος
Επίθετο[επεξεργασία]
ευδιάκριτος, -η, -ο
- που διακρίνεται εύκολα
- ↪ Τα χαρακτηριστικά του αγνώστου δεν ήταν ευδιάκριτα μέσα στο σκοτάδι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευδιάκριτος