Μετάβαση στο περιεχόμενο

discernible

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός discernible
συγκριτικός more discernible
υπερθετικός most discernible

Επίθετο

[επεξεργασία]

discernible (en)

  • διακριτός, κάτι που μπορώ να αναγνωρίσω ή να καταλάβω
      There is a discernible difference between the two parties’ positions.
    Υπάρχει διακριτή διαφορά ανάμεσα στις θέσεις των δύο κομμάτων.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη perceptible