κρίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κρίνο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κρίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κρίνω < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *kríňňō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kri-n-ye-

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkɾi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρί‐νω
ομόηχο: κρίνο

κρίνω, πρτ.: έκρινα, αόρ.: έκρινα, παθ.φωνή: κρίνομαι, π.αόρ.: κρίθηκα, μτχ.π.π.: κριμένος

  1. σχηματίζω γνώμη, νομίζω, εκτιμώ
    εγώ κρίνω πως η πράξη του ήταν σωστή
  2. δικάζω, αποφασίζω, βγάζω απόφαση
    το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο
  3. κατακρίνω, καταδικάζω
  4. κάνω κριτική

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κρίνω < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *kríňňō, *κρί-ν-jω, < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kri-n-ye- < *krey- (κοσκινίζω, χωρίζω, διαιρώ)[1]. Η μεταπτωτική βαθμίδα *(s)kr-i- πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)ker (κόβω, δρέπω)[2]

κρίνω

  1. ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 734
    ἐμὸν τόδ᾽ ἔργον, λοισθίαν κρῖναι δίκην·
    Σε μένα πέφτει το στερνό να πω το λόγο·
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.