κριμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κριμένος | η | κριμένη | το | κριμένο |
γενική | του | κριμένου | της | κριμένης | του | κριμένου |
αιτιατική | τον | κριμένο | την | κριμένη | το | κριμένο |
κλητική | κριμένε | κριμένη | κριμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κριμένοι | οι | κριμένες | τα | κριμένα |
γενική | των | κριμένων | των | κριμένων | των | κριμένων |
αιτιατική | τους | κριμένους | τις | κριμένες | τα | κριμένα |
κλητική | κριμένοι | κριμένες | κριμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kɾiˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρι‐μέ‐νος
- ομόηχο: κρυμμένος
Μετοχή
[επεξεργασία]κριμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κρίνω που έχει κριθεί
- είναι κριμένο το παιχνίδι από το πρώτο ημίχρονο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κριμένος
|
Πηγές
[επεξεργασία]- «κρίνω» - Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
- κρίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας