κατακρίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατακρίνω < μεσαιωνική ελληνική κατακρίνω (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική κατακρίνω < κατα- (κατά) + κρίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

κατακρίνω, πρτ.: κατέκρινα, στ.μέλλ.: θα κατακρίνω, αόρ.: κατέκρινα, παθ.φωνή: κατακρίνομαι, π.αόρ.: κατακρίθηκα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Παθητική φωνή → λείπει η κλίση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]