κατακριτέος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατακριτέος < κατακρίνω + -τέος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική condamnable) (πβ. ελληνιστική κοινή κατακριτέον)
Επίθετο[επεξεργασία]
κατακριτέος
- που πρέπει να τον κατακρίνω, αξιοκατάκριτος, αξιόμεμπτος
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κατακρίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατακριτέος