Μετάβαση στο περιεχόμενο

κατακρίνομαι

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατακρίνομαι < παθητική φωνή του ρήματος κατακρίνω

κατακρίνομαι

  • Οι πολιτικοί κατακρίθηκαν συλλήβδην για την οικονομική εξαθλίωση του τόπου
  • Κατακρίνομαι από όλους για την αδιαφορία μου, αλλά κανείς δεν ξέρει πόσο προσπάθησα να βοηθήσω τον αδελφό μου

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]