judge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
judge | judges |
judge (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | judge |
γ΄ ενικό ενεστώτα | judges |
αόριστος | judged |
παθητική μετοχή | judged |
ενεργητική μετοχή | judging |
judge (en)