judge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
judge | judges |
judge (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | judge |
γ΄ ενικό ενεστώτα | judges |
αόριστος | judged |
παθητική μετοχή | judged |
ενεργητική μετοχή | judging |
judge (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κρίνω, σχηματίζω γνώμη για κάποιον ή κάτι με βάση τις πληροφορίες που έχω
- δικάζω
- αποφασίζω
Πηγές
[επεξεργασία]- judge (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- judge (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 480. ISBN 9780194325684., λήμμα: κρίνω