go by

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας go by
γ΄ ενικό ενεστώτα goes by
αόριστος went by
παθητική μετοχή gone by
ενεργητική μετοχή going by

Ετυμολογία [επεξεργασία]

go by < → δείτε τις λέξεις go και by

Ρήμα[επεξεργασία]

go by (en)

  1. (αμετάβατο) περνάω, προχωρώ, για χρόνο
    Ten years went by since then.
    Πέρασαν δέκα χρόνια από τότε.
    The time was going by slowly.
    Η ώρα περνούσε αργά.
    Time’s going by very quickly.
    Η ώρα προχωρεί πολύ γρήγορα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη elapse
  2. κρίνω, με καθοδηγεί κάτι· σχηματίζω άποψη από κάτι
    You must not go by appearances.
    Δεν πρέπει να κρίνεις από τα φαινόμενα.
    Man should go by reason, not by instinct.
    Ο άνθρωπος πρέπει να καθοδηγείται από το λογικό, όχι από το ένστικτο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη judge
  3. περνάω ως, με λένε με ένα συγκεκριμένο όνομα
    He goes by A. Smith.
    Περάσει ως A. Smith.
     συνώνυμα: go under

Πηγές[επεξεργασία]