critique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
critique | critiques |
critique (en)
- κριτική (κριτικό δοκίμιο)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | critique |
γ΄ ενικό ενεστώτα | critiques |
αόριστος | critiqued |
παθητική μετοχή | critiqued |
ενεργητική μετοχή | critiquing |
critique (en)
- κρίνω
- ↪ The committee critiqued the painting very strictly.
- Η επιτροπή έκρινε τη ζωγραφιά πολύ αυστηρά.
- ↪ The committee critiqued the painting very strictly.
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
critique | critiques |
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]critique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]critique (fr)
Κατηγορίες:
- Pages using the Phonos extension
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'love' (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Ομόηχα (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Επίθετα (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Ουσιαστικά (γαλλικά)