critique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
critique (en)
- κριτική (κριτικό δοκίμιο)
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
critique | critiques |
critique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
critique (fr)