οριακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οριακός | η | οριακή | το | οριακό |
γενική | του | οριακού | της | οριακής | του | οριακού |
αιτιατική | τον | οριακό | την | οριακή | το | οριακό |
κλητική | οριακέ | οριακή | οριακό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οριακοί | οι | οριακές | τα | οριακά |
γενική | των | οριακών | των | οριακών | των | οριακών |
αιτιατική | τους | οριακούς | τις | οριακές | τα | οριακά |
κλητική | οριακοί | οριακές | οριακά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οριακός < όριο + -ακός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική marginal)
Επίθετο
[επεξεργασία]οριακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με (κάποια) όρια, αναφέρεται σ’ αυτά ή βρίσκεται σ’ αυτά
- που έχει σχέση με (κάποια) σύνορα, αναφέρεται σ’ αυτά ή βρίσκεται σ’ αυτά
- που έχει φτάσει σ’ ένα υψηλό σημείο και θα θέλαμε να μειωθεί ή σ’ ένα χαμηλό σημείο και θα θέλαμε να αυξηθεί
- (μεταφορικά) κρίσιμος
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- οριακή ανάλυση:
- οριακή πλειοψηφία:
- οριακή ταχύτητα:
- οριακή χρησιμότητα:
- οριακό στρώμα:
- οριακός κύκλος: