σύνορο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σύνορο | τα | σύνορα |
γενική | του | συνόρου & σύνορου |
των | συνόρων |
αιτιατική | το | σύνορο | τα | σύνορα |
κλητική | σύνορο | σύνορα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σύνορο < μεσαιωνική ελληνική σύνορον < αρχαία ελληνική σύνορος < σύν + ὅρος < πρωτοελληνική *wórwos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *werw-[1] (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική frontière)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σύνορο ουδέτερο
- φράχτης, άλλο διαχωριστικό ή νοητή γραμμή που χωρίζει δύο κτήματα, ιδιοκτησίες ή διοικητικές οντότητες μεταξύ τους
- (μεταφορικά) (συνήθως στον πληθυντικό) κάτι που θέτει όρια, που περιορίζει
[επεξεργασία]
- ακροσύνορα
- ασυνόριστος
- ασύνορος
- διασυνοριακός
- συνορεύω
- συνοριακός
- συνορίτης
- συνορίτισσα
- → δείτε τις λέξεις συν και όρος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
σύνορο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σύνορο
[επεξεργασία]
- ↑ Beekes, Robert (Μπέκες, Ρόμπερτ) (2010). Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)