Μετάβαση στο περιεχόμενο

limo

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
limo limos

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
limo < περικοπή του limousine

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

limo (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
limo < lim + -o

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική limolimoj
αιτιατική limonlimojn

limo (eo)