Μετάβαση στο περιεχόμενο

limousine

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
limousine limousines

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

limousine (en)

  • η λιμουζίνα
      a limousine with windows made of shatterproof glass - λιμουζίνα με παράθυρα από άθραυστο γυαλί

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]