limousine
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
limousine | limousines |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]limousine (en)
- η λιμουζίνα
- ⮡ a limousine with windows made of shatterproof glass - λιμουζίνα με παράθυρα από άθραυστο γυαλί