συνερίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνερίζομαι < (ελληνιστική κοινήσυνερίζομαι, παθητική φωνή του ρήματος συνερίζω < συν- + ερίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

συνερίζομαι

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]