κύκλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κύκλος | οι | κύκλοι |
γενική | του | κύκλου | των | κύκλων |
αιτιατική | τον | κύκλο | τους | κύκλους |
κλητική | κύκλε | κύκλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κύκλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κύκλος [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈci.klos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κύ‐κλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κύκλος αρσενικό
- (γεωμετρία) ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν συγκεκριμένη απόσταση από ένα άλλο σημείο
- κλειστή διαδρομή
- ↪ Μπορείς να κάνεις αναστροφή στην πορεία σου κάνοντας τον κύκλο της πλατείας.
- (μεταφορικά) η μετάβαση από μία αρχική κατάσταση στην ίδια πάλι κατάσταση μέσω άλλων καταστάσεων
- ↪ όταν η αρρώστια κάνει τον κύκλο της θα γίνεις πάλι καλά
- ↪ ο κύκλος της σελήνης περιλαμβάνει τέσσερις φάσεις: νέο φεγγάρι, πρώτο τέταρτο, πανσέληνος και τρίτο τέταρτο
- (σχήμα λόγου) λογοτεχνικό σχήμα κατά το οποίο η πλοκή ξεκινάει και τελειώνει με το ίδιο γεγονός
- ↪ προχωράτε γενναίες πολεμίστριες, του έθνους μάνες προχωράτε
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- φαύλος κύκλος: μπερδεμένη κατάσταση
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
όρος στη γεωμετρία
|
που έχει σχήμα κύκλου, κλειστό σχήμα
|
[επεξεργασία]
- ↑ κύκλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
κύκλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷékʷlos
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κύκλος αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- κύκλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κύκλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωμετρία (νέα ελληνικά)
- Σχήματα λόγου (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)