κυκλωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυκλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κυκλώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
κυκλωμένος, -η, -ο
- που έχει περιοριστεί μέσα σε έναν κύκλο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυκλωμένος
|