κυκλώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ciˈklo.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐κλώ‐νο‐μαι
Ρήμα
[επεξεργασία]κυκλώνομαι, π.αόρ.: κυκλώθηκα, μτχ.π.π.: κυκλωμένος, (ενεργ.: κυκλώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος κυκλώνω → δείτε και την κλίση