κύκλωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κύκλωση | οι | κυκλώσεις |
γενική | της | κύκλωσης* | των | κυκλώσεων |
αιτιατική | την | κύκλωση | τις | κυκλώσεις |
κλητική | κύκλωση | κυκλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυκλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κύκλωση < αρχαία ελληνική κύκλωσις < κυκλόω / κυκλῶ < κύκλος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κύκλωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κυκλώνω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κύκλωση
|