τροχός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τροχός | οι | τροχοί |
γενική | του | τροχού | των | τροχών |
αιτιατική | τον | τροχό | τους | τροχούς |
κλητική | τροχέ | τροχοί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τροχός < αρχαία ελληνική τροχός < τρέχω
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τροχός αρσενικό
- κυκλικό όργανο (ελαστικό, ξύλινο, μεταλλικό ή πλαστικό) που διαθέτει κεντρικό άξονα γυρω από τον οποίο περιστρέφεται και κινείται, μεταδίδοντας τη δική του κίνηση και σε άλλο αντικείμενο ή μηχανισμό
- ρόδα
[επεξεργασία]
- τροχαίος
- τροχίζω
- τροχαλία
- τροχίσκος
- τροχάδην
- τροχαϊκός
- τροχαλία
- τροχασμός
- τρόχισμα
- τροχείο
- τροχιά
- τρέχω
- τρεχάλα
- τρέξιμο
- τρεχάτος
- τρεχούμενος
- τρεχαντήρι
- τρεχαλητό
- τρεχάματα
- τρόχος
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- θα γυρίσει ο τροχός, θα γελάσει/χορτάσει κι ο φτωχός (έχει ο καιρός γυρίσματα, θα αλλάξουν τα πράγματα)
- Τροχός τ' ανθρώπινα (έχει ο καιρός γυρίσματα)
- ο τελευταίος (ο πέμπτος) τροχός της αμάξης ( ο ασήμαντος παράγοντας)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τροχός
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τροχός < τρέχω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τροχός αρσενικό
- ο τροχός της άμαξας
- γῆ ἐπημαξευμένη τροχοῖσιν
- ο μηχανικός τροχός
- ὁ τροχός τῆς μηχανῆς (για άντληση νερού, για την εμφάνιση του από μηχανής θεού στο θέατρο, για το τρόχισμα όπλων-εργαλείων, για τον τροχό του κεραμέα)
- κύκλος
- ο τροχός βασανισμού (ελληνιστικό)
- ἐπὶ τοῦ τροχοῦ στρεβλοῦσθαι
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τροχὸς τά ἀνθρώπινα : η ζωή του ανθρώπου έχει γυρίσματα