τρόχισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρόχισμα τα τροχίσματα
      γενική του τροχίσματος των τροχισμάτων
    αιτιατική το τρόχισμα τα τροχίσματα
     κλητική τρόχισμα τροχίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρόχισμα < τροχίζω + -μα[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈtɾo.çi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρό‐χι‐σμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τρόχισμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του τροχίζω
  2. (μεταφορικά, παρωχημένο) το ακόνισμα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]