τροχονόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]τροχονόμος < τροχ(ός), τροχ(αία) + -ο- + -νόμος κατά το αστυνόμος[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τροχονόμος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) μέλος του τμήματος τροχαίας της αστυνομίας, ένστολος επιφορτισμένος με το έργο της τήρησης της κίνησης στους δημόσιους δρόμους
- σχολικός τροχονόμος: υπάλληλος ή εθελοντής που επιβλέπει την ασφαλή διάβαση δρόμων με τροχαία κυκλοφορία από παιδιά που πηγαίνουν στο σχολείο τους
- (παρωχημένο, συνεκδοχικά) η διασταύρωση στην οποία υπήρχε ειδικό ανοικτό κουβούκλιο για τροχονόμους
- ↪ Το τέρμα των λεωφορείων της Κηφισιάς είναι στον τροχονόμο, την πλατεία.
Παράγωγα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τροχονόμος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ τροχονόμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -νόμος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)