τροχαία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τροχαία | οι | τροχαίες |
γενική | της | τροχαίας | — | |
αιτιατική | την | τροχαία | τις | τροχαίες |
κλητική | τροχαία | τροχαίες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τροχαία < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου τροχαίος < τροχός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τροχαία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- το τμήμα αυτό της αστυνομίας που είναι υπεύθυνο για την κίνηση των τροχοφόρων στους δρόμους
Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τροχαία
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]τροχαία
τροχαία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τροχαίο