police
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- police < λατινική politia < αρχαία ελληνική πολιτεία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
police | police |
police (en) (συνήθως πληθυντικός)
- η αστυνομία
- ↪ The police have located the robbers.
- Η αστυνομία εντόπισε τους ληστές.
- ↪ The police have located the robbers.
Παράγωγα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | police |
γ΄ ενικό ενεστώτα | polices |
αόριστος | policed |
παθητική μετοχή | policed |
ενεργητική μετοχή | policing |
police (en)
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
police (fr) θηλυκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
police (fr) θηλυκό
- συμβόλαιο, έγγραφο που πιστοποιεί κάποιο συμβόλαιο
- γραμματοσειρά
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'love' (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)