πολιτεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολιτεία οι πολιτείες
      γενική της πολιτείας των πολιτειών
    αιτιατική την πολιτεία τις πολιτείες
     κλητική πολιτεία πολιτείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολιτεία < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πολιτεία < αρχαία ελληνική πολιτεία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /po.liˈti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λι‐τεί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολιτεία θηλυκό

  1. οι θεσμοί μιας χώρας που αυτή εποπτεύει ως η ενιαία έκφραση μιας οργανωμένης κοινότητας ανθρώπων
     συνώνυμα: δημόσιο, πολίτευμα
  2. το έδαφος, οι κάτοικοι και η πολιτική εξουσία μαζί συνιστώντας τις τρεις κυριαρχίες
     συνώνυμα: κράτος
  3. το καθένα από τα ομόσπονδα κράτη που συγκροτούν τις ΗΠΑ
  4. ο τρόπος που έζησε κάποιος τη ζωή του, ο τρόπος συμπεριφοράς αυτού του ατόμου, η διαγωγή του
    ο βίος και η πολιτεία του τάδε

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πολιτεί αἱ πολιτεῖαι
      γενική τῆς πολιτείᾱς τῶν πολιτειῶν
      δοτική τῇ πολιτεί ταῖς πολιτείαις
    αιτιατική τὴν πολιτείᾱν τὰς πολιτείᾱς
     κλητική ! πολιτεί πολιτεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πολιτεί
γεν-δοτ τοῖν  πολιτείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολιτεία < πολιτεύομαι < πολίτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολιτεία θηλυκό

  1. (πολιτική) η ιδιότητα και τα δικαιώματα του πολίτη, τα πολιτικά δικαιώματα
  2. ο βίος του πολίτη, η πολιτική ζωή
  3. ως σύνολο, το άθροισμα των πολιτών
  4. ο βίος και η πολιτεία ενός πολιτικού άνδρα, κυβέρνησης, διοίκησης
  5. (με περιληπτική σημασία) τα μέτρα της κυβέρνησης
  6. πολιτική συγκρότηση, σύσταση και σύνθεση ενός κράτους
  7. είδος πολιτεύματος
  8. δημοκρατία, κοινοπολιτεία

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Απόγονοι[επεξεργασία]

πολιτεία (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: πολιτεία
υστερολατινικά: politia
γαλλικά: police
αγγλικά: police
ισπανικά: policía
ιταλικά: polizia
νέα ελληνικά: πολιτσία

Πηγές[επεξεργασία]