πολιτειακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολιτειακός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
πολιτειακός -ή -ό
- ο σχετικός με το πολίτευμα και τη συγκρότηση ενός κράτους (πολιτείας)
- η πολιτειακή ηγεσία της χώρας (ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας)
- οι πρώτες προσπάθειες των επαναστατημένων Ελλήνων για πολιτειακή συγκρότηση
- ο σχετικός με την πολιτεία, το ομόσπονδο κράτος
- η πολιτειακή Βουλή της Καλιφόρνιας