πολιτσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πολιτσία | οι | πολιτσίες |
γενική | της | πολιτσίας | — | |
αιτιατική | την | πολιτσία | τις | πολιτσίες |
κλητική | πολιτσία | πολιτσίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολιτσία < (άμεσο δάνειο) ιταλική polizia < υστερολατινική polītīa < αρχαία ελληνική πολιτεία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /po.liˈt͡si.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λι‐τσί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολιτσία θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- πόλιτσα (η φορτωτική) (παρωχημένο)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)