état

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: État

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
état états

état (fr) αρσενικό

  • η κατάσταση, η θέση
    l'état de l'économie - η κατάσταση της οικονομίας
    il n'est pas en état de conduire - δεν είναι σε θέση να οδηγήσει