policewoman
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
policewoman | policewomen |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]policewoman (en) (αρσενικό policeman)
- (επάγγελμα) η αστυνόμος, η αστυνομικίνα, η αστυφύλακας
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη police officer