police officer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
police officer | police officers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]police officer (en)
- (επάγγελμα) ο/η αστυνόμος, ο αστυνομικός/η αστυνομικίνα, ο/η αστυφύλακας
- ⮡ ”Move along!” said the police officer.
- «Απομακρυνθείτε!» είπε ο αστυφύλακας.
- ⮡ ”Move along!” said the police officer.