cop

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
cop cops

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cop (en)


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cop (tr)

  1. χοντρό και κοντό ραβδί
  2. αστυνομικό ραβδί, γκλομπ