αντικοινωνικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντικοινωνικός < αντι- + κοινωνικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antisocial)
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αντικοινωνικός
- ακοινώνητος
- που αντιτίθεται στην κοινωνία και τους κοινωνικούς θεσμούς ή είναι εχθρικός προς αυτά
[επεξεργασία]
- αντικοινωνικά
- αντικοινωνικότητα
- → δείτε τις λέξεις αντί, κοινωνικός, κοινωνώ και κοινός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντικοινωνικός
|