agent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

agent (en)

  1. πράκτορας (π.χ. μυστικής υπηρεσίας, ταξιδιωτικός πράκτορας)
  2. ο αντιπρόσωπος κάποιου άλλου, πχ ο ατζέντης
  3. ο δρων, δράστης
  4. (χημεία) δραστικός παράγοντας· οτιδήποτε έχει τη δύναμη να παραγάγει ένα αποτέλεσμα
    chemical agent - δραστική χημική ουσία, όπως αυτές που χρησιμοποιούνται στα χημικά όπλα
  5. (γραμματική) το πρόσωπο που ενεργεί· το υποκείμενο στην ενεργητική σύνταξη ή το ποιητικό αίτιο στην παθητική
    The student is examined by the teacher. In this sentence, “the teacher” is the agent.
    Ο μαθητής εξετάζεται από τον καθηγητή. Σε αυτή την πρόταση, «από τον καθηγητή» είναι το ποιητικό αίτιο.
  6. (φιλοσοφία, ψυχολογία) αυτενεργός, αυτόβουλο ον, αυτόβουλα δρων ον, συνειδητός δράστης ή απλά δρων

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

agent < λατινική agens < agere

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ʒɑ̃/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
agent agents

agent (fr) αρσενικό

  1. πράκτορας (πχ μυστικής υπηρεσίας, ταξιδιωτικός πράκτορας κλπ)
  2. ο αντιπρόσωπος κάποιου άλλου, πχ ο ατζέντης
  3. δραστικός παράγοντας· οτιδήποτε έχει τη δύναμη να παραγάγει ένα αποτέλεσμα
    agent de pollution de l'environnement - παράγοντας μόλυνσης του περιβάλλοντος

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈaɡɛ̃nt/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

agent (pl) αρσενικό

  1. ο πράκτορας (π.χ. μυστικής υπηρεσίας, ταξιδιωτικός πράκτορας κλπ.)
  2. ο ατζέντης

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]