παράγοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- παράγοντας < η νεοελληνική άκλιτη μετοχή
Μετοχή[επεξεργασία]
παράγοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος παράγω
- ↪ Παράγοντας το ελαιόλαδο διαπίστωσαν ότι έπρεπε να είχαν...
- ↪Το πέτυχαν παράγοντας πολύ καλής ποιότητας ελαιόλαδο
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παράγων & παράγοντας |
η | παράγουσα | το | παράγον |
γενική | του | παράγοντος & παράγοντα |
της | παράγουσας & παραγούσης* |
του | παράγοντος |
αιτιατική | τον | παράγοντα | την | παράγουσα | το | παράγον |
κλητική | παράγων & παράγοντα |
παράγουσα | παράγον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παράγοντες | οι | παράγουσες | τα | παράγοντα |
γενική | των | παραγόντων | των | παραγουσών | των | παραγόντων |
αιτιατική | τους | παράγοντες | τις | παράγουσες | τα | παράγοντα |
κλητική | παράγοντες | παράγουσες | παράγοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχοντας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
- παράγοντας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παράγων, με νεότερες καταλήξεις
Μετοχή[επεξεργασία]
παράγοντας, -ουσα, -ον
- (λόγιο) άλλη μορφή του παράγων
[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη παράγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παράγοντας
|
Ετυμολογία 3[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | παράγοντας | οι | παράγοντες |
γενική | του | παράγοντα & παράγοντος* |
των | παραγόντων |
αιτιατική | τον | παράγοντα | τους | παράγοντες |
κλητική | παράγοντα | παράγοντες | ||
* Και λόγια γενική σε -ος σε παγιωμένες εκφράσεις και όρους. λόγια γενική:παράγοντος | ||||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- παράγοντας < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό της μετοχής παράγων, (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παράγων με νεότερη κατάληξη -οντας & μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική facteur ή από την αγγλική factor[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παράγοντας αρσενικό
- αυτό που μαζί με άλλα συναποτελεί ή συνδιαμορφώνει μια ευρύτερη έννοια/ενότητα ή οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα
- το βιβλίο αναλύει τον οικονομικό παράγοντα των ιστορικών διεργασιών
- ο ψυχολογικός παράγοντας παίζει σπουδαίο ρόλο στην προετοιμασία των αθλητών
- οι ειδικοί ερευνούν τους παράγοντες που οδήγησαν στην οικονομική κρίση
- πρόσωπο με δύναμη ή επιρροή ή σημαντική προσφορά σε έναν τομέα
- (για να αναφερθεί η διπλωματική ή στρατιωτική επιρροή ξένης χώρας)
- Τι ρόλο θα παίξει ο αμερικανικός παράγοντας στη Μέση Ανατολή;
- (μαθηματικά) αριθμός (ή παράσταση) που πολλαπλασιάζεται με άλλον
- η διαφορά τετραγώνων x2-y2 μπορεί να αναλυθεί ως γινόμενο δύο παραγόντων (x+y)(x-y)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- παράγων (λόγιο)
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ο παράγοντας (ουσιαστικό)
[επεξεργασία]
- ↑ παράγων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα - άκλιτες (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'τρέχων' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'τρέχοντας' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' και με λόγια γενική ενικού -ος (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)