μαθηματικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Μαθηματικά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα μαθηματικά
      γενική των μαθηματικών
    αιτιατική τα μαθηματικά
     κλητική μαθηματικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαθηματικά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαθηματικά,[1] ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μαθηματικός στον πληθυντικό

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ma.θi.ma.tiˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐θη‐μα‐τι‐κά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαθηματικά ουδέτερο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

μαθηματικά

  1. από μαθηματική άποψη
  2. απόλυτα· με τη βεβαιότητα που προσφέρει η επιστήμη των μαθηματικών
    μαθηματικά βέβαιο

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μαθηματικά

Αναφορές[επεξεργασία]