μαθηματικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μαθηματικά | ||
γενική | των | μαθηματικών | ||
αιτιατική | τα | μαθηματικά | ||
κλητική | μαθηματικά | |||
όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μαθηματικά< ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό του επιθέτου μαθηματικός ως ουσ.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαθηματικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η επιστήμη των αριθμών και των αφηρημένων δομών
- το αντίστοιχο σχολικό μάθημα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαθηματικά
|
Επίρρημα[επεξεργασία]
μαθηματικά
- από μαθηματική άποψη
- απόλυτα· με τη βεβαιότητα που προσφέρει η επιστήμη των μαθηματικών
- μαθηματικά βέβαιο
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μαθηματικά
- μαθηματικό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού