factor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
factor | factors |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
factor (en)
- παράγοντας
- ο συντελεστής
- ↪ The conversion factor makes it possible to get the quantity in meters.
- Ο συντελεστής μετατροπής καθιστά δυνατή τη λήψη της ποσότητας σε μέτρα.
- ↪ The conversion factor makes it possible to get the quantity in meters.