factor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
factor < μέση γαλλική facteur < λατινική factor < factus < facio
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
factor (en)
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- corn-factor
- factorial
- factor market
- factor of production
- factorize
- factorization
- form factor
- pull factor
- push factor