factor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
factor factors

Ετυμολογία [επεξεργασία]

factor < μέση γαλλική facteur < λατινική factor < factus < facio

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

factor (en)

  1. παράγοντας
  2. ο συντελεστής
    The conversion factor makes it possible to get the quantity in meters.
    Ο συντελεστής μετατροπής καθιστά δυνατή τη λήψη της ποσότητας σε μέτρα.

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]