Μετάβαση στο περιεχόμενο

fashion

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fashion (en)

  1. μόδα
  2. τρόπος
      in a nice simple fashion - με έναν ωραίο απλό τρόπο
      [...] we’ll see how you can make Git operate in a more customized fashion, by introducing several important configuration settings [...] (Pro Git 2nd ed. Edition) [1]
    «[...] θα δούμε πώς μπορούμε να κάνουμε το Git να λειτουργεί με πιο εξατομικευμένο τρόπο, εισάγοντας αρκετές σημαντικές ρυθμίσεις διαμόρφωσης [...]» [2]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]