fashionable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | fashionable |
συγκριτικός | more fashionable |
υπερθετικός | most fashionable |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]fashionable (en)
- είμαι της μόδας, μοντέρνος, μοδάτος, ακολουθώ ένα στυλ που είναι δημοφιλές σε μια συγκεκριμένη εποχή
- ↪ The miniskirt is fashionable again.
- Το μίνι είναι πάλι της μόδας.
- ↪ fashionable outfit/piece of clothing/shoe/hairstyle - μοντέρνο ντύσιμο/ρούχο/παπούτσι/χτένισμα
- ↪ The miniskirt is fashionable again.
- μοντέρνος, χρησιμοποιούνται ή επισκέπτονται άνθρωποι που ακολουθούν μια τρέχουσα μόδα, ειδικά από πλούσιους ανθρώπους
- ↪ a fashionable hotel - ένα μοντέρνο ξενοδοχείο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- fashionable - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 557-558, 563. ISBN 9780194325684., λήμμα: μόδα, μοντέρνος