hip
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | hip |
συγκριτικός | hipper |
υπερθετικός | hippest |
hip (en)
- (αργκό) μοδάτος
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fashionable
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
hip | hips |
hip (en)
- (ανατομία) ο γοφός
- ↪ She sways her hips when walking.
- Κουνάει τους γοφούς της στο περπάτημα.
- ↪ an operation to replace the hip joint - εγχείρηση για αντικατάσταση του γοφού
- ↪ She sways her hips when walking.
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 198. ISBN 9780194325684., λήμμα: γοφός