chic

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός chic
συγκριτικός chicer / more chic
υπερθετικός chicest / most chic

Επίθετο[επεξεργασία]

chic (en)

  • σικ, πολύ μοντέρνο και ελκυστικό
    a very chic hotel - ένα πολύ σικ ξενοδοχείο
    It’s considered chic these days to…
    Θεωρείται σικ στις μέρες μας να…
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fashionable

Πηγές[επεξεργασία]