chic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | chic |
συγκριτικός | chicer / more chic |
υπερθετικός | chicest / most chic |
Επίθετο[επεξεργασία]
chic (en)
- σικ, πολύ μοντέρνο και ελκυστικό
- ↪ a very chic hotel - ένα πολύ σικ ξενοδοχείο
- ↪ It’s considered chic these days to…
- Θεωρείται σικ στις μέρες μας να…
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fashionable
Πηγές[επεξεργασία]
- chic (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 796. ISBN 9780194325684., λήμμα: σικ