σικ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsik/

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

σικ < (λόγιο δάνειο) γαλλική chic[1]

Επίθετο[επεξεργασία]

σικ άκλιτο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

σικ: → δείτε τη λέξη sic

Επίρρημα[επεξεργασία]

σικ

Αναφορές[επεξεργασία]